Η Αρχαιολογική Κληρονομία μας

“Σε κάθε πέτρα, σε κάθε θραύσμα της γης μας, κρύβεται μια ιστορία αιώνων που συνδέει το παρόν μας με το ένδοξο παρελθόν της Θεσπρωτίας.”

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ

Αντωνία Τζωρτζάτου
Αρχαιολόγος ΛΒ΄ ΕΠΚΑ

Στα πλαίσια της φετινής, 2ης ΑΛΩΝΙΑΔΑΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ, μία παρουσίαση αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι σίγουρα ταιριαστή με το κεντρικό θέμα που διαπνέει τις εκδηλώσεις: την αναβίωση μίας παράδοσης του πρόσφατου παρελθόντος του τόπου. Είναι αλήθεια ότι, από τους πρώτους γεωργούς και κτηνοτρόφους της Νεολιθικής Εποχής, οι άνθρωποι στο θεσπρωτικό χώρο εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τους φυσικούς πόρους (κλίμα, νερό, βοσκότοπους, καλλιεργήσιμες εκτάσεις κλπ.) και διατήρησαν σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας μία κατά βάση γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Μέσα από τα αποτελέσματα των ερευνών της ΛΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε κάποιες εκφάνσεις αυτού του τρόπου διαβίωσης των αρχαίων κατοίκων της περιοχής.

Η ευρύτερη περιοχή του Σεβαστού, που τα τελευταία χρόνια έχει να παρουσιάσει σημαντικές θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, δε μπορεί να εξεταστεί αποκομμένη από τον ενιαίο -γεωγραφικά και πολιτισμικά- χώρο στον οποίο ανήκει: την εκτεταμένη, δηλαδή, πεδιάδα της Παραμυθιάς, που τη διασχίζει ο ποταμός Κωκυτός.
Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους (5ος-2ος αι. π.Χ.) όλη η πεδιάδα αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Ελεάτιδας, την περιοχή επικράτειας των Ελεατών Θεσπρωτών, που είχαν έδρα την αρχαία Ελέα. Η αρχαία Ελεάτιδα εκτεινόταν από το Νεοχώρι έως την περιοχή του, λεγόμενου, Νεκρομαντείου στις εκβολές του Αχέροντα.
Η πεδιάδα της Παραμυθιάς παρουσιάζει συνεχή και ιδιαίτερα εκτεταμένη κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ύστερη βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο. Οι ανασκαφές που πραγματοποιούνται την τελευταία δεκαετία στα πλαίσια των μεγάλων δημόσιων έργων (Αρδευτικά, Εγνατία Οδός) επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις του μελετητή της Θεσπρωτίας, καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, αρκετές δεκαετίες παλαιότερα, ότι πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές πεδιάδες της Ηπείρου από άποψη οικιστικής και πολιτισμού.
Η περιοχή είναι από τις πιο πλούσιες, τόσο στο θεσπρωτικό αλλά και των ευρύτερο ελλαδικό χώρο, σε ευρήματα της Μέσης και Ανώτερης Παλαιολιθικής Περιόδου (~100.000 – 11.000 Πριν από Σήμερα). Μία μακρά και ιδιαίτερα ασταθής κλιματικά περίοδος της απώτερης προϊστορίας, όταν ο άνθρωπος, κυνηγός και τροφοσυλλέκτης, μετακινούταν διαρκώς για την εξεύρεση τροφής και κατοικούσε σε προσωρινά καταλύματα, κοντά σε περιοχές με πλούσια νερά και πρώτες ύλες.

Μοναδικά κατάλοιπα αυτής της περιόδου αποτελούν τα λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο, που κατασκεύαζε ο προϊστορικός άνθρωπος για το κυνήγι, τον τεμαχισμό και την εκδορά των θηραμάτων και την επεξεργασία των πρώτων υλών. Έχουν βρεθεί κατά χιλιάδες, σε θέσεις όπως το Καρβουνάρι, το Μόρφι και κυρίως κατά τις ανασκαφές στα πλαίσια κατασκευής της Εγνατίας Οδού στο Ελευθεροχώρι. Τέτοια ευρήματα βρίσκουμε, συνήθως, μέσα στις χαρακτηριστικές αποθέσεις κοκκινοχώματος (ερυθρογής) οι οποίες σχηματίστηκαν από τη σταδιακή διάβρωση του ασβεστολιθικού πετρώματος από τα νερά της βροχής.
Κατά τη Νεολιθική Εποχή (7.000 – 3.000 π.Χ.) ο άνθρωπος αρχίζει σταδιακά να εξημερώνει ζώα και να καλλιεργεί τη γη, ενώ κατασκευάζει για πρώτη φορά χειροποίητα αγγεία από πηλό. Βεβαιωμένη γι’ αυτήν την περίοδο είναι η χρήση των σπηλαίων, όπως της Ψάκας, που φαίνεται ότι κατοικήθηκε και κατά την επόμενη περίοδο, την Εποχή του Χαλκού.
Από τη θέση «Στένες», στη Γκρίκα προέρχονται τα πιο χαρακτηριστικά ευρήματα της Εποχής του Χαλκού. Βρισκόμαστε πια στη 2η χιλιετία π.Χ., όταν ήδη έχουν φθάσει στην Ήπειρο τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα των Θεσπρωτών. Στη Γκρίκα, εκτός από χειροποίητα αγγεία που κατασκεύαζαν οι ντόπιοι κάτοικοι, βρέθηκαν και εισηγμένα αντικείμενα από τη νότια Ελλάδα: αγγεία και μία χάλκινη αιχμή δόρατος. Τα ευρήματα αυτά, μαζί με δύο χάλκινα όπλα που είχαν βρεθεί παλαιότερα σε τάφο στην Παραμυθιά, αποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι, που είχαν ήδη εγκατασταθεί στα νότια παράλια της Ηπείρου, είχαν αναπτύξει επαφές με το τμήμα αυτό του θεσπρωτικού χώρου, ανταλλάσσοντας τα πολύτιμα αντικείμενά τους με κτηνοτροφικά προϊόντα και δασική ξυλεία.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μία θέση στο κάμπο Προδρομίου. Κατά τη διάνοιξη αποστραγγιστικής αύλακας ανατολικά της κοίτης του ποταμού Κωκυτού, στη θέση «Μαυρομαντίλια», εντοπίστηκε αρχαιολογικό στρώμα, πλούσιο σε κεραμική. Τα ευρήματα, μοναδικά για το θεσπρωτικό χώρο, χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 7ο αι. π.Χ. και ρίχνουν φως σε μία εποχή που θεωρούταν «σκοτεινή» και άγνωστη μέχρι σήμερα (Πρώιμη Εποχή Σιδήρου). Οι τύποι των αγγείων αποδεικνύουν επαφές τόσο με το εσωτερικό της Ηπείρου, όσο και με την Κόρινθο, την Αττική και άλλα κέντρα της νότιας & δυτικής Ελλάδας, αναδεικνύοντας τη σημασία του φυσικού περάσματος της Παραμυθιάς στη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών.Στην ίδια περιοχή πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια επιφανειακή και γεωαρχαιολογική έρευνα από το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών, που πιστεύουμε ότι θα δώσει περισσότερα στοιχεία για την έκταση και το είδος της εγκατάστασης.
Σημαντικές ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή υπάρχουν και για τον αιώνα που ακολουθεί, τον 6ο αι. π.Χ. Βρισκόμαστε πια στους αρχαϊκούς χρόνους, όταν η Κόρινθος με τις αποικίες της στα Ιόνια Νησιά και τις ακτές της Ηπείρου ισχυροποιεί την παρουσία της στην περιοχή. Κεραμικά προϊόντα κορινθιακών εργαστηρίων, που ήταν περιζήτητα στις αγορές του τότε ελληνικού κόσμου, φθάνουν μέχρι την ενδοχώρα της Θεσπρωτίας, όπως φαίνεται από τα σημαντικά ευρήματα στον κόμβο Νεοχωρίου της Εγνατίας Οδού και, πρόσφατα, στη Χότκοβα, στα πλαίσια του Αρδευτικού Έργου. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η ύπαρξη εγκατάστασης των αρχαϊκών χρόνων σε αυτήν την ιδιαίτερα ευνοϊκή, από άποψη φυσικών πόρων, περιοχή, που προσέφερε τη δυνατότητα άσκησης κτηνοτροφίας και γεωργίας, κοντά στους ποταμούς Καλαμά και Κωκυτό και τη μικρή λίμνη Χότκοβα.
Με αφετηρία τους αρχαϊκούς χρόνους και τις επαφές με τις αποικίες ξεκινά για τη Θεσπρωτία μία πορεία μεταμόρφωσης και ακμής, που κλιμακώνεται κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο. Τα θεσπρωτικά φύλα, που κατοικούσαν μέχρι πρότινος σε διάσπαρτους μικρούς οικισμούς, οργανώνονται πολιτικά και συνοικίζονται σε τειχισμένες πόλεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας τέτοιας πόλης του 4ου αι. π.Χ. και πρωιμότερη όλων στη Θεσπρωτία είναι η Ελέα, πρωτεύουσα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Είναι η πρώτη που κόβει νόμισμα, με παράσταση Φτερωτού Πήγασου και τρίαινα και την επιγραφή ΕΛΕΩΝ ή ΕΛΕΑΤΑΝ.
Τα επιβλητικά τείχη παρείχαν προστασία και καθόριζαν τα όρια της πόλης, που διέθετε δρόμους και συνοικίες με ρυμοτομικό σχεδιασμό, εμπορική αγορά με στοές και καταστήματα, ναό και άλλα πολυτελή δημόσια κτίρια.
Οι εργασίες ανάδειξης στην Ελέα, που έχουν πλέον ολοκληρωθεί, έφεραν στο φως πλήθος ευρημάτων, αποδεικνύοντας την άνθιση της πόλης από την ίδρυσής και για δύο αιώνες, μέχρι δηλαδή τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 167 π.Χ.
Ωστόσο, παρά τη μεγάλη της έκταση, που φθάνει τα 105 στρέμματα, η πόλη της Ελέας φαίνεται ότι δεν επαρκούσε για να καλύψει τις αυξημένες οικιστικές ανάγκες κατά την ελληνιστική περίοδο. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνεχίζει να κατοικεί σε μικρούς ανοχύρωτους οικισμούς, στην ύπαιθρο χώρα, απασχολούμενο με την αγροτική και τη βιοτεχνική παραγωγή. Η πλειονότητα των θέσεων αυτών εμφανίζεται σε πλαγιές χαμηλών υψωμάτων, στην περιφέρεια των κοιλάδων, απ’ όπου θα εξασφάλιζαν ταυτόχρονα την εποπτεία του περιβάλλοντος χώρου και την προστασία από τη συχνή υπερχείλιση των ποταμών.
Στοιχεία για την ύπαρξη ενός τέτοιου οικισμού αγροτικού χαρακτήρα προέρχονται από την περιοχή μεταξύ Σεβαστού και Κυρά-Παναγιάς, περιμετρικά του λόφου Λιμινάρι. Οι σωστικού χαρακτήρα ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, στα πλαίσια του Αρδευτικού Έργου Κάμπου Παραμυθιάς, έχουν φέρει στο φως τμήματα οικιών, που περιλαμβάνουν επιμέρους ορθογώνια δωμάτια. Συνήθη ευρήματα είναι σκεύη που σχετίζονται με την αποθήκευση και την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων, όπως πιθάρια, αμφορείς, λίθινοι χειρόμυλοι, υφαντικά βάρη για τον αργαλείο, οστά ζώων, αλλά και χάλκινα ηπειρωτικά νομίσματα. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο οικισμός κατοικήθηκε από τον 4ο έως το 2ο αι. π.Χ.
Μία ανεξάρτητη αγροικία του 3ου αι. π.Χ. ερευνήθηκε σε μικρή απόσταση από το χωριό του Σεβαστού, στη θέση «Πάνω Πηγάδι». Η έκταση του κτιρίου ξεπερνά τα 150 τ.μ. και αποτελείται από τέσσερα δωμάτια που φαίνεται ότι ήταν πλακοστρωμένα. Πλακόστρωτος ήταν, επίσης, ο διάδρομος μπροστά από την κύρια είσοδο. Ένας χαμηλός λίθινος πάγκος και μία κυκλική εστία στο εσωτερικό των δωματίων χρησιμοποιούνταν για την προετοιμασία και παρασκευή του φαγητού. Εκτός από χρηστικά σκεύη βρέθηκαν τρία πήλινα λυχνάρια για το φωτισμό των χώρων της αγροικίας, ένα πήλινο θυμιατήρι, σιδερένια μικροαντικείμενα, υφαντικά βάρη αργαλειού και χάλκινα ηπειρωτικά νομίσματα.
Όντας μακριά από το αστικό κέντρο της Ελέας, οι κάτοικοι του οικισμού στο Σεβαστό θα πρέπει να κατέφευγαν στη μικρή ακρόπολη που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Λιμινάρι. Κάτω από την πυκνή, σήμερα, βλάστηση διακρίνεται το τείχος πάχους 2 μ. χτισμένο με μεγάλους γωνιόλιθους στις δύο όψεις και εσωτερικό γέμισμα από μικρές πέτρες. Στο εσωτερικό της αρχαίας οχύρωσης διατηρούνται λείψανα κτιρίων σε επάλληλα βαθμιδωτά επίπεδα.
Μία σειρά από παρόμοιου χαρακτήρα οχυρά του 4ου και 3ου αι. π.Χ. υπάρχουν σε στρατηγικά σημεία σε όλο το μήκος της πεδιάδας της Παραμυθιάς, καθώς ήταν απαραίτητα για τον έλεγχο της εκτεταμένης επικράτειας της Ελέας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την εγγύτερη περιοχή είναι το κάστρο του Αγίου Δονάτου Ζερβοχωρίου, όπου διατηρείται σε μεγάλη έκταση η οχύρωση με τον πύργο και την πύλη. Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει και το ίδιο το εκκλησάκι του Αγ. Δονάτου, όπου στο χτίσιμό του έχει χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό από αρχαίο ιερό που θα πρέπει να βρισκόταν στην ίδια θέση ή κάπου κοντά.
Ευτυχώς, όμως, είχαμε την τύχη να ερευνήσουμε ένα άλλο ιερό, ιδιαίτερα σημαντικό, στην περιοχή μεταξύ του Σεβαστού και της Κυρα-Παναγιάς. Βρίσκεται και αυτό στις παρυφές του λόφου Λιμινάρι, πολύ κοντά στον αρχαίο ανοχύρωτο οικισμό του Σεβαστού.
Πρόκειται για ορθογώνιο κτίριο, με δύο χώρους -έναν προθάλαμο και το κυρίως ιερό- και είσοδο στα ανατολικά, ενώ μπροστά από την πρόσοψη υπάρχει λίθινος ορθογώνιος βωμός για τις τελετουργίες. Τα ευρήματα από την ανασκαφή ήταν εντυπωσιακά. Βρέθηκε μεγάλος αριθμός από πήλινα αγαλματίδια -αφιερώματα στη λατρευόμενη θεότητα- που παριστάνουν κυρίως γυναικείες μορφές, είτε σε προτομή είτε ολόσωμες. Κρατούν, συνήθως, κάποιο καρπό, ζώο ή πουλί, σύμβολα της γονιμότητας και της παραγωγικότητα της γης. Από το χώρο προήλθαν, επίσης, μικρά τελετουργικά αγγεία, που ίσως περιείχαν προσφορές πιστών, καθώς και αρκετά νομίσματα.
Το ιερό στην Κυρα-Παναγιά είναι το μόνο γνωστό και ερευνημένο αγροτικό στη Θεσπρωτία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρονολόγηση των ευρημάτων, που δείχνει μία πολύ μακρά περίοδο χρήσης του, από τον 5ο έως τον 1ο αι. π.Χ. Προϋπήρξε δηλαδή του οικισμού, για τουλάχιστον έναν αιώνα, ενώ συνέχισε να λειτουργεί και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 167 π.Χ.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα ευρήματα από τους τάφους αυτής της περιόδου στον κάμπο της Παραμυθιάς. Μεμονωμένοι τάφοι, ταφικοί περίβολοι και μνημεία, που έχουν ερευνηθεί σε διάφορες θέσεις, υποδεικνύουν ότι εδώ αναπτυσσόταν μία εκτεταμένη νεκρόπολη χαμηλά στην κοιλάδα του Κωκυτού, του ποταμού των θρήνων των αρχαίων. Τα πλούσια κτερίσματα, που συνοδεύουν τους νεκρούς στις ταφές της ελληνιστικής περιόδου, αντανακλούν την ευμάρεια που επικρατεί και αντικατοπτρίζουν έθιμα και αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή, αλλά και τη θέση που κατείχαν οι νεκροί στην κοινωνία των ζωντανών.
Μοναδική είναι η ταφή του πολεμιστή-ήρωα στο Προδρόμι, που συνοδευόταν από τον οπλισμό του (ασημένιο κράνος, σιδερένιος θώρακας, ξίφος). Δεν θα πρέπει, επίσης, να λησμονήσουμε το ταφικό μνημείο στα Μάρμαρα Ζερβοχωρίου. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή ορθογώνια κατασκευή, που κτίστηκε για να στεγάσει έναν τάφο. Δυστυχώς, λίγα ευρήματα διασώθηκαν της σύλησης του τάφου, ο οποίος περιείχε δύο ταφές.
Η ρωμαϊκή κατάκτηση του 167 π.Χ. και η καταστροφή και εγκατάλειψη της Ελέας δε σήμανε σε καμία περίπτωση και την ερήμωση της περιοχής. Στην κοιλάδα του Κωκυτού, κυρίως στην περιοχή Ζερβοχωρίου και Προδρομίου, έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί πολλές θέσεις των ρωμαϊκών χρόνων: μεμονωμένες αγροικίες, εργαστήρια, τάφοι. Αυτή την περίοδο η κατοίκηση φαίνεται ότι οργανώνεται σε μικρές κώμες υπό τον έλεγχο Ρωμαίων αποίκων ή ντόπιων μεγαλοκτηματιών, που εκμεταλλεύονται μεγάλα κομμάτια γης, ενώ η επιλογή των θέσεων εγκατάστασης δείχνει μία προτίμηση στις πιο πεδινές εκτάσεις, κοντά στο ποτάμι.

Ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε η περιοχή στην ιστορία του θεσπρωτικού χώρου θα αναδειχθεί και μέσα από την έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηγουμενίτσας, που σύντομα θα ανοίξει τις πύλες του για το κοινό. Ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογής περιλαμβάνει ευρήματα όλων των περιόδων από τις ανασκαφές στον κάμπο της Παραμυθιάς και, βεβαίως, την Ελέα.