“Στο Σεβαστό Παραμυθιάς, τα πέτρινα πηγάδια αφηγούνται ιστορίες του παρελθόντος, οι αρχαίοι λόφοι φυλάσσουν μυστικά χιλιετιών και οι άνθρωποί του κρατούν ζωντανή την παράδοση μιας αυθεντικής ελληνικής κοινότητας.”
Η θέση του χωριού μπορεί να ορισθεί ως οροπεδινή. Τόσο ο παλιός οικισμός, όσο και ο νέος – όπως επεκτάθηκε από τη δεκαετία του 1960 κι ύστερα – είναι φτιαγμένος κατά το πλείστον, στις υπώρειες τριών λόφων : του ονομαστού λόφου ” ΚΙΟΥΤΕΖΑ “, στο κέντρο του οικισμού, του ανατολικά τούτου λόφου ” ΦΑΚΕΓΚΙΡΑ ” και του δυτικά τούτου λόφου ” ΣΙΕΣΙΖΑ “, που συνθέτουν τον ορεινό όγκο της περιοχής, ο οποίος διακόπτει τερματικά την πεδιάδα στο σημείο τούτο. Ο βασικός οικισμός του χωριού έχει νοτιοανατολικό προσανατολισμό και δέχεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας την ευεργετική επίδραση του ζωοδότη Ήλιου ( ιδιαίτερα λατρευτού από τους αρχαίους Θεσπρωτούς ), με εξαίρεση τα λιγοστά σπίτια που τα τελευταία χρόνια έχουν κτιστεί στο κάτω χωριό επί του κάμπου, κατά τη θέση με την ονομασία ” ΑΛΩΝΙΑ “. Μια παράδοση μάλιστα λέει πως ένεκα της ηλιόλουστης θέσης του, οι παλαιότεροι ονόμαζαν το χωριό και ” ΠΡΟΣΗΛΙ “.
Στη συνέχεια, τα Ομηρικά Έπη κι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς – ιστορικοί, ποιητές δραματικοί, περιηγητές, γεωγράφοι – δίνουν λεπτομερειακά στοιχεία και πληροφορίες για τους ανθρώπους, τις ομάδες ανθρώπων, τα φύλα, τις κοινωνίες του χώρου και τις δοξασίες τους. Μπόλικο μελάνι έχει χυθεί για την καταγωγή των θεσπρωτικών φύλων, με αντικρουόμενες απόψεις. Ωστόσο κάποια πράγματα αποτελούν σταθερές ( ως αξίες, δοξασίες, πολιτισμός ), που χαρακτηρίζουν τον χώρο και τον άνθρωπό του, με αυτές δηλαδή που πορεύτηκε ο κάτοικος της περιοχής ως τα σήμερα.
Στη θέση τούτη που πρωτοεμφανίζεται ο οικισμός, οριζόμενη ως χαράδρα ανάμεσα στα βουναλάκια Κιουτέζα και Σιέσιζα, πλήθος προφορικών μαρτυριών υπάρχει ( αλλά και ιδία αντίληψη από τα παιδικά μου χρόνια ), ότι φώλιαζε και πετούσε μεγάλος αριθμός Αετών ή Σταυραετών, που στην γλώσσα των Αρβανιτών περιοίκων, λέγονται παραφθαρμένα ως “Στραβαστοί” (Σταυραετός, Στραβαστό – ϊ ) και πιθανότατα η ονομασία του χωριού προέρχεται από την παραφθορά τούτη, δηλαδή ο τόπος του Σταυραετού ( Στραβαστό – ϊ, Σεβαστό – ϊ, Σεβαστό). Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή και περισσότερο δεν υπάρχει πιο πειστική εκδοχή από την ανωτέρω. Σημειώνεται μάλιστα πως η ονομασία Σεβαστό, συναντάται μόνο σε ένα ακόμη χωριό στην Ελλάδα, του Νομού Κιλκίς κι είναι αδύνατη η σύνδεση μαζί του και με οποιαδήποτε εκδοχή περί της ονομασίας του.
Προοδευτικά και με δυσδιάκριτο τρόπο, ο αρχικός Οικισμός μεγαλώνει και επεκτείνεται προς τα κάτω, αφού νέοι έποικοι, μετακινούμενοι στην ευρύτερη περιοχή ή άλλως πως, εγκαθίστανται μόνιμα εδώ, κατά οικογένειες ( σόγια ). Τέτοιες οικογένειες βρίσκονται εγκατεστημένες στο χωριό από πολύ παλιά, χωρίς τούτο να εξακριβώνεται και να προσδιορίζεται χρονικά αλλά πάντως πριν το 1850, το σόι των ” ΓΚΟΓΚΕΩΝ “, των ” ΚΑΛΛΕΩΝ ” ( με απώτερη καταγωγή από τα Γρατσανά της περιοχής Δωδώνης ), των “ΚΑΤΣΟΥΛΗΔΩΝ”, των ” ΛΕΚΚΕΩΝ ” κ.ο.κ.. Η οριστική δε εποίκηση στο χωριό συντελείται περί τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν καταφθάνουν και εγκαθίστανται οι ” γενάρχες “. οι πρώτοι γόνοι από τα σόγια που αποτέλεσαν και τη βάση της μεταγενέστερης σύνθεσης του πληθυσμού του χωριού, όπως : Οι ” ΧΡΗΣΤΑΙΟΙ ” ( οικογένειες Χρήστου, Νίκας, Αθανασίου, Ευαγγέλου ) με καταγωγή από Κοσμηρά Ιωαννίνων και οι ” ΛΙΟΛΕΟΙ ” ( οικογένειες Λιόλιου, Λώλη, Γεωργίου ) με καταγωγή από Μεσοβούνι Μαργαριτίου. Το μεγάλο επίσης σόι των ” ΤΑΧΕΩΝ ” με Σεβαστίτικη καταγωγή από μητέρα και Καρυωτίτικη από πατέρα, εμφανίζεται στο χωριό μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλες οικογένειες του χωριού ριζωμένες με επαρκή εξήγηση ως προς την καταγωγή τους, είναι οι οικογένειες Γιαννούρη, Φιλίππου, Γκοροβέλη, Σωτηρίου, Αναστασίου, Σιώζιου.
Υπάρχει και η παράδοση _αχνή σαν μύθος_ πως υπήρχε και πιο παλιό χωριό που ήταν κτισμένο απέναντι από τη σημερινή θέση, επί του λοφίσκου “Μπρεκουσιά”, κι ότι τάχα, από κει φύγαν οι πρώτες οικογένειες κι εγκαταστάθηκαν στον νέο τόπο που είναι προσήλιο, αντίθετα με το ανήλιο της Μπρεκουσιάς. Τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς, δεδομένου πως στο ύψωμα της Μπρεκουσιάς ενθυμούμαστε λείψανα κτηρίων από πέτρες και κεραμίδια κατάχαμα, μεταξύ των οποίων και φημολογούμενης εκκλησίας που στα αυτιά μας είχε φτάσει ως “η εκκλησία (ναός) του Αη-Δημήτρη”.
Έτσι, στις Αρχές του 20ού αιώνα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο εποικισμός του χωριού, που πλέον έχει τη δική του τοπική κοινωνία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αντλούμενα από την καταγωγή των οικογενειών του, από τις συνήθειες των κατοίκων και από τις ενασχολήσεις τους κ.λ.π.. Το χωριό πορεύεται πλέον στον 20ό αιώνα και υφίσταται ως σήμερα, με νέα χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στο διάβα του χρόνου, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά, με ιστορία τριών αιώνων στις πλάτες του, αν όχι και περισσότερο.
Στην ιστορική τούτη διαδρομή του χωριού, λίγα από τα πολλά στοιχεία που το χαρακτηρίζουν και το εκφράζουν και αξίζει να μνημονευθούν, είναι τα παρακάτω:
Στα κατοπινά χρόνια, εκεί στον Αγι-Αρσένη, ξακουστά ήταν τα πανηγύρια που γινόντουσαν μετά τη λειτουργία, έξω στη φύση, στ’ απόσκια των δέντρων, ως δίπλα στο σιάδι στις “Ελιές του Ζεκίρη”, με πανηγυριώτες που συνέρρεαν από όλη την περιοχή της Παραμυθιάς, με πίτες και φαγιά Μαγιάτικα κάθε λογής, με χορούς και τραγούδια. Ώσπου το πανηγύρι τούτο μεταφέρθηκε, στη δεκαετία του ’50, στο προαύλιο της νέας πετρόκτιστης εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που κτίστηκε στο κέντρο του οικισμού, τελούμενο με μεγάλη λαμπρότητα _εκεί στο “Χασομέρι” του χωριού_, κάτω από τις Μελοκοκιές, με πάνδημη συμμετοχή χωριανών και περίοικων, με ζυγιές οργάνων, με φαγιά σπιτίσια από τα χέρια των μανάδων μας φτιαγμένα, πεντανόστιμα, ώσπου σταμάτησε και τούτο οριστικά στις αρχές του ’70, καθώς άλλαζαν οι συνθήκες της ζωής και ξενιτεύονταν ο τόπος. Τα πανηγύρια τούτα αποτελούν γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων κι είναι αδύνατη η αναβίωσή τους.