Η Ιστορία μας

“Στο Σεβαστό Παραμυθιάς, τα πέτρινα πηγάδια αφηγούνται ιστορίες του παρελθόντος, οι αρχαίοι λόφοι φυλάσσουν μυστικά χιλιετιών και οι άνθρωποί του κρατούν ζωντανή την παράδοση μιας αυθεντικής ελληνικής κοινότητας.”

Περιεχόμενα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ -ΧΩΡΙΟΥ

Του Κώστα Π. Γεωργίου

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η θέση του χωριού μπορεί να ορισθεί ως οροπεδινή. Τόσο ο παλιός οικισμός, όσο και ο νέος – όπως επεκτάθηκε από τη δεκαετία του 1960 κι ύστερα – είναι φτιαγμένος κατά το πλείστον, στις υπώρειες τριών λόφων : του ονομαστού λόφου ” ΚΙΟΥΤΕΖΑ “, στο κέντρο του οικισμού, του ανατολικά τούτου λόφου ” ΦΑΚΕΓΚΙΡΑ ” και του δυτικά τούτου λόφου ” ΣΙΕΣΙΖΑ “, που συνθέτουν τον ορεινό όγκο της περιοχής, ο οποίος διακόπτει τερματικά την πεδιάδα στο σημείο τούτο. Ο βασικός οικισμός του χωριού έχει νοτιοανατολικό προσανατολισμό και δέχεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας την ευεργετική επίδραση του ζωοδότη Ήλιου ( ιδιαίτερα λατρευτού από τους αρχαίους Θεσπρωτούς ), με εξαίρεση τα λιγοστά σπίτια που τα τελευταία χρόνια έχουν κτιστεί στο κάτω χωριό επί του κάμπου, κατά τη θέση με την ονομασία ” ΑΛΩΝΙΑ “. Μια παράδοση μάλιστα λέει πως ένεκα της ηλιόλουστης θέσης του, οι παλαιότεροι ονόμαζαν το χωριό και ” ΠΡΟΣΗΛΙ “.

Arxiki Sevasto

 

Στις πλάτες του ( πίσω του – δεξιά του – και αριστερά του ), το χωριό βαστάει όλο τον ορεινό όγκο της περιοχής που εκτείνεται σε βάθος χιλιομέτρων, βόρεια ως ψηλά στο χωριό ” ΠΑΓΚΡΑΤΙ ” και δυτικά ως το χωριό ” ΔΡΑΓΑΝΗ ” κι ακόμη παραπέρα προς το ΙΟΝΙΟ. Στα πόδια του τώρα, στα νοτιοανατολικά του, έχει τον κάμπο του – συνεχόμενο της πεδιάδας Παραμυθιάς — , που χώνεται ανάμεσα του και ανάμεσα του αντικρινού λόφου ” ΚΑΛΙΑΣ ” με το θρυλικό αρχαίο κάστρο στην κορυφή του, φτιαγμένο με πελασγικά αγκωνάρια, ερείπια του οποίου σώζονται ως τα σήμερα με τις θεόρατες πέτρες να σωριάζονται κατάχαμα, μάρτυρες του παρελθόντος, καθίσματα για τους βοσκούς και τους επισκέπτες, που τους ξεκουράζουν με τους θρύλους, τις παραδόσεις και τα ακούσματα των παλιών. Ανάμεσα στα άλλα, λέγαν οι παλιοί : ” Την εποχή που φτιάχνονταν ψηλά στον Καλιά το Κάστρο, από θερίους ανθρώπους, μυθικούς ( κι όχι σαν και εμάς ), στην απέναντι κορυφή του άλλου βουνού ” ΚΙΟΥΤΕΖΑ ” άλλοι μυθικοί άνθρωποι φτιάχναν και κει το Κάστρο. Τα εργαλεία όμως ήταν λιγοστά, γι αυτό και οι μαστόροι του Καλιά τα μοιράζονταν με τους μαστόρους της Κιουτέζας, πετώντας τα πότε οι μεν από εδώ, πότε οι δε από κει, από το ένα βουνό στο άλλο, θερίοι καθώς ήταν. Κάποια στιγμή όμως έπεσε τσακωμός ανάμεσα στους μαστόρους για τη μοιρασιά, αφού κάθε πλευρά ήθελε τα εργαλεία για δικό της λογαριασμό, αρνούμενη να τα δώσει στους άλλους όταν τάχε στην κατοχή της, προκειμένου να τελειώσει το κάστρο γρήγορα και πρώτη. Άρχισαν έτσι αναμεταξύ τους τον πετροπόλεμο, που ήτανε σκληρός και κράτησε καιρό. Στον πόλεμο τούτο νικητές βγήκαν οι μαστόροι του Καλιά, που από τη λύσσα και τη μανία τους να κερδίσουν, δεν άφησαν ούτε πέτρα στον Καλιά, παρα μόνο τις αναγκαίες για να τελειώσουν το κάστρο τους κι όλες τις άλλες τις πέταξαν απέναντι στην Κιουτέζα, στους νικημένους.  Γι αυτό και ο Καλιάς είναι σήμερα όλο χώμα και έχει και το κάστρο του, ενώ η Κιουτέζα είναι όλο πέτρες και λιθάρια κι ούτε τελειωμένο κάστρο δείχνει “.

 

Sevasto side 1
Ο στίχος του ποιητή ” Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά, που έχουνε σκεπή τον χαμηλό ουρανό, μέρα και νύχτα “, ταιριάζει και για την περιοχή τούτη. Στα δυτικά, προς το Ιόνιο, βουνό θερίο το ” ΜΠΟΖΟΥΡΙ ” και στα ανατολικά προς την Παραμυθιά, βουνό Ολύμπιο ο ” ΓΚΟΥΡΙΛΑΣ “, με 1658 μέτρα κορυφή, κλείνουν τούτον τον τόπο κι ανάμεσα τους σχηματίζεται μικρή, αλλά ιστορική πεδιάδα, που αρχίζει βόρεια από το ” ΛΙΜΠΟΝΙ ” της Παραμυθιάς με τη ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ” ΦΩΤΙΚΗ “. Διεισδύει δυτικά ως το Σεβαστό και το Καρβουνάρι κι απλώνεται νότια ως κάτω στο Στάνοβο και τη Γλυκή, για να γίνει ένα με το ΦΑΝΑΡΙ, εκεί όπου η Θεσπρωτική Αχερουσία, το Νεκρομαντείο της ΕΦΥΡΑΣ, ώστε να καταλήξει στη ” ΣΠΛΑΝΤΖΑ ” στη θάλασσα του Ιονίου, κοντά στων Κιμερίων τη χώρα. Το Σεβαστό αγναντεύει από ψηλά την περιοχή τούτη, από το βορειοδυτικό άκρο της όπου βρίσκεται, περιοχή που αποτέλεσε σταθερά το ένα κομμάτι της χώρας των Θεσπρωτών, που για πρωτεύουσα τους είχαν για καιρό την αρχαία ΕΛΕΑ, πόλη κτισμένη σε δεσπόζουσα θέση πάνω στον Γκουρίλα, τειχισμένη απ τους ελληνιστικούς χρόνους, με περίλαμπρο πανάρχαιο Κάστρο. Για λιμάνια τους είχαν της Σπλάντζας και του ΑΗ – ΓΙΑΝΝΑΚΗ, γλυκούς λιμένες.

Ανατολικά του Σεβαστού, ρέοντας ο ποταμός ΚΩΚΥΤΟΣ ( Σελλήεντας ), διασχίζει όλη την πεδιάδα, ως κάτω στον Αχέροντα και τον Πυριφλεγέθοντα, τα μυθικών εμπνεύσεων ποτάμια, που σμίγουν τα νερά τους πριν αυτά πέσουν στη θάλασσα.
Αναφορικά τώρα με το ζήτημα του οικισμού του Σεβαστού, που είναι και ζήτημα όλων των οικισμών της περιοχής και τη σχέση των κατοίκων της προς τα Θεσπρωτικά φύλα της αρχαιότητας : Εξακριβωμένο είναι πως η περιοχή όλη τούτη, γνωστή από την αρχαιότητα ως χώρα των Θεσπρωτών, κατοικείται αδιάκοπα στο χρόνο, από τα πελασγικά χρόνια τα προ της ιστορίας, από την εποχή του χαλκού – ακόμη και του λίθου, καθώς τούτο μαρτυριέται από τα άφθονα ευρήματα του χώρου, από λίθινα απομεινάρια, από αρχαίους οικισμούς και κάστρα κ.ο.κ.
 

Στη συνέχεια, τα Ομηρικά Έπη κι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς – ιστορικοί, ποιητές δραματικοί, περιηγητές, γεωγράφοι – δίνουν λεπτομερειακά στοιχεία και πληροφορίες για τους ανθρώπους, τις ομάδες ανθρώπων, τα φύλα, τις κοινωνίες του χώρου και τις δοξασίες τους. Μπόλικο μελάνι έχει χυθεί για την καταγωγή των θεσπρωτικών φύλων, με αντικρουόμενες απόψεις. Ωστόσο κάποια πράγματα αποτελούν σταθερές ( ως αξίες, δοξασίες, πολιτισμός ), που χαρακτηρίζουν τον χώρο και τον άνθρωπό του, με αυτές δηλαδή που πορεύτηκε ο κάτοικος της περιοχής ως τα σήμερα.

Από τον Πελασγικό Δία, θεό του πάνω κόσμου ( ” …. Ζεύ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων…..” ) και τον ΑΗΔΩΝΕΑ ( Πλούτωνα ), θεό του κάτω κόσμου, του Άδη, πούχε τις Πύλες του εδώ κι απ τον βαρκάρη της Αχερουσίας λίμνης, όπου ο Αχέροντας ρίχνει τα νερά του, ο ίδιος κάτοικος του χώρου, ο Θεσπρωτός κάτοικος, πορευόμενος ως τα χρόνια της Ρωμαϊκής Κατάκτησης, μεταβαίνει στους Χριστιανικούς χρόνους. Πορεύεται πλέον – μαζί και με τις παλιές του δοξασίες – με τις νέες αρχές και δόγματα, με τον Διάδοχο Φωτικής, με τον ΑΗ ΔΟΝΑΤΟ, Επίσκοπο Ευροίας, που σκοτώνοντας τον Δράκοντα των πηγών του Αχέροντα, καθάρισε τα μολυσμένα νερά κι έδωσε ζωή στον τόπο, Αυτή η μετάβαση, από τον ΑΗΔΩΝΕΑ στην πίστη τη νέα στον ΑΗ ΔΟΝΑΤΟ, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική.
 
Ο ίδιος κάτοικος είναι που φτάνει ως τις μέρες μας, με διάφορες ιστορικές διακυμάνσεις, με την ίδια πάντα κατά βάση, δοξασία και πίστη, με το δικό της γλωσσικό ιδίωμα η κάθε Θεσπρωτική ομάδα, προ πάντων όμως με συνείδηση κοινής καταγωγής όλων των φύλων και ομάδων, που διαμορφώθηκε στην κοινή συμπόρευση, συνοίκηση και συνδημιουργία, στο όμαιμο και ομόδοξο. Κοντολογίς, ο ίδιος είναι που φτιάχνει την Πανδοσία, την Ελέα, την Εύροια, την Φωτική ( καμία πόλη δεν δημιουργείται με παρθενογέννεση ), αυτός και την Παραμυθιά, το Σούλι κι όλα τα σημερινά χωριά : Το Σεβαστό, τη Δράγανη, το Παγκράτι, το Ζελεσό ( Ξηρόλοφο ) κι ένα σωρό άλλα. Ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή του, την ενασχόληση του και τις γενικότερες συνθήκες των καιρών, ζει ο Θεσπρωτός στις λάσπες και τα λασπόνερα, στις καλύβες τις πρόχειρες και χειροποίητες, αλλά και σε οργανωμένους οικισμούς.
Έτσι κάπως μπορεί να ιδωθεί και το Σεβαστό και ο Σεβαστίτης κάτοικος του. Το χωριό και οι οικιστές του. Ο Σεβαστίτης κάτοικος, είναι ο δίγλωσσος Θεσπρωτός κάτοικος, όπως και σε όλη την περιοχή, ο Αρβανίτης Θεσπρωτός κάτοικος, που έρχεται από παλιά και κατοικεί στα πεδινά και τα παράλια της περιοχής – κι όχι στα ορεινά της –, με συνείδηση καταγωγική απώτατη Πελασγική. Που μιλάει την Αρβανίτικη που του ‘μαθαν οι γονείς του, όπως και την Ελληνική της παιδείας, του σχολείου και της θρησκείας του, στην οποία καλλιεργείται, μορφώνεται και ολοκληρώνεται.
 
Με αυτά φανερώνεται πως οι πρώτοι οικιστές του χωριού, είναι κάποια ομάδα αρβανίτικη, μετακινούμενη, αποτελούσα μικρή ” φάρα ” ( ή σόι ), γεωργοκτηνοτροφικής ενασχόλησης, που είτε αλλάζει εγκατάσταση, είτε επιλέγει για πρώτη φορά ως τόπο εγκατάστασης της το χωριό, φτιάχνοντας τον πρώτο οικισμό. Από τον συνδυασμό των λίγων στοιχείων, γραπτών και προφορικών παραδόσεων, φαίνεται πως τούτο γίνεται πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα, χωρίς να αποκλείεται και ο 17ος αιώνας. Ο πρώτος οικισμός παρουσιάζεται στο ψηλότερο σημείο, το γνωστό μας ως θέση ΛΑΚΙΑ ΝΤΟΥΚΑ. Μεταξύ των πρώτων κατοίκων, από προφορική παράδοση, αναφέρονται οι ” ΑΝΔΡΕΟΙ “, οι ” ΝΤΟΥΚΑΙΟΙ “, οι ” ΒΑΝΑΙΟΙ ” κι άλλα μικρότερα σόγια, προσκοληθέντα συγγενικα ή και παντελώς άσχετα με τους ανωτέρω ( Για παράδειγμα αναφέρεται κάποιος Κακούρης, χωρίς εξακριβωμένα περαιτέρω στοιχεία ).
 
 
Kiouteza and Siesiza

Στη θέση τούτη που πρωτοεμφανίζεται ο οικισμός, οριζόμενη ως χαράδρα ανάμεσα στα βουναλάκια Κιουτέζα και Σιέσιζα, πλήθος προφορικών μαρτυριών υπάρχει ( αλλά και ιδία αντίληψη από τα παιδικά μου χρόνια ), ότι φώλιαζε και πετούσε μεγάλος αριθμός Αετών ή Σταυραετών, που στην γλώσσα των Αρβανιτών περιοίκων, λέγονται παραφθαρμένα ως “Στραβαστοί” (Σταυραετός, Στραβαστό – ϊ ) και πιθανότατα η ονομασία του χωριού προέρχεται από την παραφθορά τούτη, δηλαδή ο τόπος του Σταυραετού ( Στραβαστό – ϊ, Σεβαστό – ϊ, Σεβαστό). Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή και περισσότερο δεν υπάρχει πιο πειστική εκδοχή από την ανωτέρω. Σημειώνεται μάλιστα πως η ονομασία Σεβαστό, συναντάται μόνο σε ένα ακόμη χωριό στην Ελλάδα, του Νομού Κιλκίς κι είναι αδύνατη η σύνδεση μαζί του και με οποιαδήποτε εκδοχή περί της ονομασίας του.

Προοδευτικά και με δυσδιάκριτο τρόπο, ο αρχικός Οικισμός μεγαλώνει και επεκτείνεται προς τα κάτω, αφού νέοι έποικοι, μετακινούμενοι στην ευρύτερη περιοχή ή άλλως πως, εγκαθίστανται μόνιμα εδώ, κατά οικογένειες ( σόγια ). Τέτοιες οικογένειες βρίσκονται εγκατεστημένες στο χωριό από πολύ παλιά, χωρίς τούτο να εξακριβώνεται και να προσδιορίζεται χρονικά αλλά πάντως πριν το 1850, το σόι των ” ΓΚΟΓΚΕΩΝ “, των ” ΚΑΛΛΕΩΝ ” ( με απώτερη καταγωγή από τα Γρατσανά της περιοχής Δωδώνης ), των “ΚΑΤΣΟΥΛΗΔΩΝ”, των ” ΛΕΚΚΕΩΝ ” κ.ο.κ.. Η οριστική δε εποίκηση στο χωριό συντελείται περί τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν καταφθάνουν και εγκαθίστανται οι ” γενάρχες “. οι πρώτοι γόνοι από τα σόγια που αποτέλεσαν και τη βάση της μεταγενέστερης σύνθεσης του πληθυσμού του χωριού, όπως : Οι ” ΧΡΗΣΤΑΙΟΙ ” ( οικογένειες Χρήστου, Νίκας, Αθανασίου, Ευαγγέλου ) με καταγωγή από Κοσμηρά Ιωαννίνων και οι ” ΛΙΟΛΕΟΙ ” ( οικογένειες Λιόλιου, Λώλη, Γεωργίου ) με καταγωγή από Μεσοβούνι Μαργαριτίου. Το μεγάλο επίσης σόι των ” ΤΑΧΕΩΝ ” με Σεβαστίτικη καταγωγή από μητέρα και Καρυωτίτικη από πατέρα, εμφανίζεται στο χωριό μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλες οικογένειες του χωριού ριζωμένες με επαρκή εξήγηση ως προς την καταγωγή τους, είναι οι οικογένειες Γιαννούρη, Φιλίππου, Γκοροβέλη, Σωτηρίου, Αναστασίου, Σιώζιου.

Brekkousia

Υπάρχει και η παράδοση _αχνή σαν μύθος_ πως υπήρχε και πιο παλιό χωριό που ήταν κτισμένο απέναντι από τη σημερινή θέση, επί του λοφίσκου “Μπρεκουσιά”, κι ότι τάχα, από κει φύγαν οι πρώτες οικογένειες κι εγκαταστάθηκαν στον νέο τόπο που είναι προσήλιο, αντίθετα με το ανήλιο της Μπρεκουσιάς. Τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς, δεδομένου πως στο ύψωμα της Μπρεκουσιάς ενθυμούμαστε λείψανα κτηρίων από πέτρες και κεραμίδια κατάχαμα, μεταξύ των οποίων και φημολογούμενης εκκλησίας που στα αυτιά μας είχε φτάσει ως “η εκκλησία (ναός) του Αη-Δημήτρη”.

Έτσι, στις Αρχές του 20ού αιώνα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο εποικισμός του χωριού, που πλέον έχει τη δική του τοπική κοινωνία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αντλούμενα από την καταγωγή των οικογενειών του, από τις συνήθειες των κατοίκων και από τις ενασχολήσεις τους κ.λ.π.. Το χωριό πορεύεται πλέον στον 20ό αιώνα και υφίσταται ως σήμερα, με νέα χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στο διάβα του χρόνου, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά, με ιστορία τριών αιώνων στις πλάτες του, αν όχι και περισσότερο.
Στην ιστορική τούτη διαδρομή του χωριού, λίγα από τα πολλά στοιχεία που το χαρακτηρίζουν και το εκφράζουν και αξίζει να μνημονευθούν, είναι τα παρακάτω:

  1. Κατά την περίοδο του 18ου αιώνα, όταν το χωριό ήταν πολύ μικρό, οι κάτοικοί του – ασχολούμενοι με τη γεωργοκτηνοτροφία – είναι στη δούλεψη των αγάδων της Παραμυθιάς, υπό το καθεστώς που ίσχυε και στα γύρω χωριά. Δεν υπάρχουν άμεσα γραπτές αναφορές για να πληροφορηθούμε λεπτομέρειες για την κατάσταση στο εσωτερικό του χωριού κι αναγκαστικά την πληροφόρηση την αντλούμε από την γενικότερη κατάσταση του χώρου. Η περιοχή, λοιπόν, είναι γνωστή ως Τσαμουριά, όρος που επικράτησε – κατά την κρατούσα άποψη – στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, κι η οποία κατοικούνταν από Αρβανίτες ως επί το πλείστον (αν όχι αποκλειστικά), οι οποίοι ανάλογα με το θρήσκευμα διακρίνονταν σε χριστιανούς Τσάμηδες και σε μουσουλμάνους Τσάμηδες. Οι δεύτεροι ταυτίστηκαν απόλυτα με την οθωμανική διοίκηση και το κράτος, εξισλαμισμένοι πρώην χριστιανοί όντες από ποικίλα αίτια (πρωτίστως οικονομικά) και εκ τούτου αποκαλούνταν “Τούρκοι” από τους πρώτους, και από όλους τους χριστιανούς. Παρ’ όλα αυτά, ουδεμία σχέση είχαν οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες με τους Τούρκους (συγγενική – καταγωγική). Αντίθετα, συγγενική σχέση σαφής και αδιαμφισβήτητη υπήρχε με τους χριστιανούς κατοίκους με τους οποίους ήταν όμαιμοι και εν πολλοίς ομόγλωσσοι. Το ότι μεταξύ τους ήταν σε έχθρα και διαρκή αντιπαλότητα, οφείλεται καθαρά στο φρόνημα της κάθε πλευράς που βεβαίως ήταν διαφορετικό: Ελληνικό στους πρώτους, Τούρκικο στους δεύτερους. Αλλά και ταξική διαφορά υπήρχε μεταξύ τους. Οι χριστιανοί κάτοικοι αποτελούσαν την εξαθλιωμένη γεωργοκτηνοτροφική τάξη (εκτός ολίγων εξαιρέσεων) της υπηρεσίας των – ολίγων βεβαίως – αγάδων και ιδιοκτητών γης μουσουλμάνων. Ιδιοκτήτες γης στο χωριό, ήταν καθαρά μουσουλμάνοι της Παραμυθιάς, πιθανόν και του Καρβουναρίου, ίσως ακόμη και του Μαργαριτίου. Οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν, βέβαια, στη δούλεψη του εκάστοτε αγά _κυρίως της Παραμυθιάς_ τελούντες σε σχέση απόλυτης εξάρτησης προς αυτόν και σε κολιγική εργασιακή σχέση, φόρου υποτελείς, σε εξοντωτικό βαθμό. Πολύ αργότερα οι κάτοικοι του χωριού είναι αυτοκαλλιεργητές γης, πράγμα που προκύπτει από το κτηματολογικά στοιχεία του προηγούμενου αιώνα, όπου εκτάσεις γης χαρακτηρίζονται ως “ΜΠΑΣΤΕΝΕΣ”. Η θέση αυτή, βέβαια, των κατοίκων δεν αλλάζει στον 19ο αιώνα.
turkish invade Sevasto
  1. Το χωριό κατοικήθηκε πάντοτε από χριστιανούς. Μουσουλμάνος χωριανός δεν υπήρξε ποτέ, σύμφωνα με όλα τα πληροφοριακά στοιχεία, γραπτά και προφορικής παράδοσης. Στην περίοδο της Σουλιώτικης Συμπολιτείας ( στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ) οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής αναφέρονται ως “Παρασουλιώτες”, όρος με τον οποίο προσδιορίζονται οι τελούντες υπό τον έλεγχο και την προστασία των Σουλιωτών κάτοικοι των γύρω χωριών. Σε αυτούς – υπάρχει γραπτό στοιχείο – υπάγονται οι κάτοικοι του διπλανού χωριού Ζελεσό. Δεν αναφέρεται, όμως, το χωριό μας ρητά. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε πως και το Σεβαστό, για κάποιο διάστημα ενδεχομένως, ήταν υπό Σουλιώτικο έλεγχο, με δεδομένο και την χριστιανική πίστη των κατοίκων του. Κυρίως όμως ήταν υπό τον έλεγχο των Αγάδων, όπως προαναφέρθηκε, ως και την απελευθέρωση. Καθ’ όλο τούτο το διάστημα της Τουρκοκρατίας κι ως την απελευθέρωση, το 1913, το χωριό ακολουθεί, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη μοίρα της Παραμυθιάς, από την οποία και εξαρτιέται ποικιλοτρόπως και σε σχέση με το όλο καθεστώς υπό το οποίο τελεί (διοικητικά, δικαστικά, Μητροπολιτικά κ.ο.κ.).
village by christians
  1. Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έξω του χωριού και επί μικρού λοφίσκου στη θέση “Δάσος” ( δεν γνωρίζουμε πότε κτίστηκε ακριβώς), υφίσταται ο ναός του Αγίου Γεωργίου Σεβαστού (καταγραμμένος και προστατευόμενος σήμερα από την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων). Ο ναός τούτος σήμερα έχει επισκευασθεί με φροντίδα των κατοίκων και υπό την επίβλεψη της προστατεύουσας υπηρεσίας, διατηρώντας, εν μέρει, την παλιά όψη του στο εσωτερικό του και εξωτερικά. Είναι κτισμένος πάνω σε παλαιότερη εκκλησία, όπως προκύπτει από την επί του υπερθύρου της βόρειας (κεντρικής) πύλης του αναγραφόμενης χρονολογίας, έτους 1911. Το έτος αυτό, σε καμία περίπτωση δεν είναι έτος θεμελίωσης του ναού, αφού η εκκλησία ήταν γνωστή πολύ πριν από το 1911, από προφορικές μαρτυρίες παλαιών. Το ότι η εκκλησία είναι κτισμένη ήδη στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, προκύπτει και από το γεγονός πως στα 1813 υπήρχε παπάς συνδεόμενος με το χωριό, γραπτή ενθύμηση του οποίου ανευρέθη επί ευαγγελίου παλιού, που βρίσκονταν ως πρόσφατα στην ενορία, κάτι που αναφέρω και πιο κάτω. Η εκκλησία έφερε στον εξωτερικό της χώρο πέτρινο περίβολο με ωραία βορεινή αυλόπορτα που διατηρείται, εν μέρει και σήμερα, καθώς ο παλιός λοιπός περίβολος έχει πέσει κι αντικατασταθεί με νέο πέτρινο τοίχο. Η εκκλησία έφερε εσωτερικά τοιχογραφίες (ελάχιστο δείγμα τους σώζεται σήμερα), κι είχε καταπληκτικό απλό ξύλινο τέμπλο, εικονογραφημένο με όλους τους Αποστόλους στην κορυφή του και με τους λοιπούς βασικούς τρόπους εικονογράφησης, έφερε ξύλινο ταβάνι, με εικόνα του Παντοκράτορα στο κέντρο, κι είχε ξεχωριστό γυναικωνίτη, ελαφρώς υπερυψωμένο από τον κυρίως ναό. Γενικά και για τα δεδομένα της εποχής, ήταν αξιόλογος ναός. Σημειώνεται ακόμη, πως ο Αη-Γιώργης, επειδή είναι και εικονογραφείται ως καβαλάρης άγιος, τιμάται ιδιαίτερα από τους αρβανίτες χριστιανούς, που τον συνδέουν με λαϊκούς ήρωές τους και με ανδραγαθήματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αη-Δημήτρη, που καθώς προαναφέρθηκε, στη μνήμη του ήταν αφιερωμένος ο άλλος παλιότερος ναός που υπήρχε στο χωριό, κατά αχνή προφορική παράδοση. Πάντως, σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και στα κατοπινά χρόνια, ως πρόσφατα, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των ναών της Παναγίας της “Γκιούλμουζας”, της “ΚΥΡΑΠΑΝΑΓΙΑΣ” και του “Αη-Γιώργη” του Σεβαστού, που αποτελούν την πνευματική και προσκυνηματική έκφραση των κατοίκων της περιοχής και μακρινότερων ακόμη περιοχών.
Naos Sevasto
  1. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το χωριό συμπεριλαμβάνεται σε καταλόγους απογραφικούς της Μητρόπολης (Επισκοπής) Παραμυθιάς, κι έχει γραμματοδιδάσκαλο με μαθητές. Τον γραμματοδιδάσκαλο τον έκαναν ιερείς, οι οποίοι συνήθως δεν ήταν χωριανοί, αλλά προέρχονταν (κυρίως) από τα ορεινά χωριά της Θεσπρωτίας, όπως αναφέρεται για παράδειγμα ένας Παπά-Δοβλάς, ονομαζόμενος έτσι από τους χωριανούς, λόγω της καταγωγής του από Δοβλά της Ντουσκάρας, ο Παπά-Γιώργης, ο Μώκος επίσης, από το χωριό Σέλλιανη λίγο αργότερα. Δεν αποκλείεται, βέβαια, κάποιοι παλαιοί παπάδες να είναι χωριανοί, όπως κάποιος Παπά-Φίλης (με τέτοιο όνομα υπήρχαν χωριανοί), μνεία του ονόματος του οποίοι ευρέθη σε γραπτή ενθύμηση του ιδίου (ιδιόχειρη) επί ιερού ευαγγελίου εκδόσεως Βενετίας, που φυλάσσονταν στην Ενορία, στο οποίο αναφέρει το έτος 1813 ως έτος που έγινε παπάς. Αλλά και άλλοι κατάλογοι αναφέρουν το χωριό στον 19ο αιώνα, για τον αριθμό των οικογενειών, τη σύνθεση του πληθυσμού, τα οικοδομήματα κ.ο.κ. Περιηγητές, επίσης, μνημονεύουν απλά την ύπαρξή του και γενικότερα υπάρχουν γραπτές σκόρπιες αναφορές και στοιχεία για την περίοδο αυτή, κυρίως από τα τηρούμενα στη Μητρόπολη αρχεία.
WordTeacher Sevasto
  1. Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, στο ύψωμα πάνω από τη θέση “Μπρεκουσιά”, στους πρόποδες του ΚΑΛΙΑ, οι χωριανοί, με ομαδική κυρίως εργασία, φτιάχνουν την νέα και κεντρική στο εξής εκκλησία τους, του Αγίου Αρσενίου. Η εκκλησία τούτη βρίσκεται πλησιέστερα στο χωριό ( απ’ ότι του Αη-Γιώργη ) κι είναι ένα απλό λίθινο οικοδόμημα, μικρών διαστάσεων, το οποίο δεν υπάρχει σήμερα καθώς στα μέσα της δεκαετίας του 70, στη θέση του και με διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, οικοδομήθηκε ο νέος σημερινός ναός, με ταυτόχρονη μεταφορά του νεκροταφείου του χωριού από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εδώ ο τιμώμενος Άγιος Αρσένιος, στη συνείδηση των χωριανών, είναι διαφορετικός από αυτόν του Συναξαριστή, κι ας γιορτάζεται στις 8 Μάη. Εδώ, πίστευαν τουλάχιστον οι παλιοί, ο Αγιος Αρσένιος είναι αυτός που ασκήτεψε κατά περιόδους, πότε στ’ ασκηταριό του στο Μορφάτι, πότε στ’ ασκηταριό του στη σπηλιά του Γκουρίλα, κι έχει συνδεθεί η μνήμη του με πέρασμα και διαμονή του στο χωριό μας. Στα 1922-1923, εντός του μικρού ναού “φιλοξενήθηκαν” πρόσφυγες από Μικρασία και Πόντο (“Μουχατζίρηδες” όπως λέγονταν στη γλώσσα του χωριού), διαμένοντες σε μεγάλο αριθμό και ομαδικά, υπό άθλιες συνθήκες, στο εσωτερικό του ναού επί του λιθοχωμάτινου δαπέδου, μη υπαρχόντων άλλων καταλυμάτων.
Μπρεκουσιά

Στα κατοπινά χρόνια, εκεί στον Αγι-Αρσένη, ξακουστά ήταν τα πανηγύρια που γινόντουσαν μετά τη λειτουργία, έξω στη φύση, στ’ απόσκια των δέντρων, ως δίπλα στο σιάδι στις “Ελιές του Ζεκίρη”, με πανηγυριώτες που συνέρρεαν από όλη την περιοχή της Παραμυθιάς, με πίτες και φαγιά Μαγιάτικα κάθε λογής, με χορούς και τραγούδια. Ώσπου το πανηγύρι τούτο μεταφέρθηκε, στη δεκαετία του ’50, στο προαύλιο της νέας πετρόκτιστης εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που κτίστηκε στο κέντρο του οικισμού, τελούμενο με μεγάλη λαμπρότητα _εκεί στο “Χασομέρι” του χωριού_, κάτω από τις Μελοκοκιές, με πάνδημη συμμετοχή χωριανών και περίοικων, με ζυγιές οργάνων, με φαγιά σπιτίσια από τα χέρια των μανάδων μας φτιαγμένα, πεντανόστιμα, ώσπου σταμάτησε και τούτο οριστικά στις αρχές του ’70, καθώς άλλαζαν οι συνθήκες της ζωής και ξενιτεύονταν ο τόπος. Τα πανηγύρια τούτα αποτελούν γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων κι είναι αδύνατη η αναβίωσή τους.

  1. Μεγάλης σπουδαιότητας και συμβολής, είναι για το χωριό το πέτρινο κτήριο του Δημοτικού Σχολείου, προπολεμικής περιόδου κτίσμα, κατά τα πρότυπα του Υπουργείου Παιδείας, στο κέντρο του οικισμού και κάτω από το “Χασομέρι”, που αποτέλεσε για χρόνια την πλατεία του χωριού. Ιδιαίτερα καλαίσθητο και επιβλητικό (με κατώι και αίθουσα διδασκαλίας ανώγεια, με ξύλινο πάτωμα). Εκεί μαθήτευσαν γενεές μαθητών και δίδαξαν ήρωες δάσκαλοι για τις συνθήκες των καιρών. Σήμερα θωριέται, το σημαντικό τούτο κτήριο, εγκαταλειμμένο και περιθωριακό, θλίψη δε μόνο προξενεί στον επισκέπτη η εικόνα του.
Sevasto Win
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΟΥ



Το Σεβαστό, ως χωριό, ως κοινότητα ανθρώπων, ως τοπική κοινωνία, ολοκληρώνεται και αποκτά ταυτότητα, στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου και στα κατοπινά χρόνια, όταν και συντελείται σημαντική πρόοδος σε όλους τους τομείς της ζωής του. Εχουν προηγηθεί βέβαια γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις, στα χρόνια του μεσοπολέμου και πριν από αυτά, που αποτέλεσαν τη δύναμη ώθησης των μετέπειτα εξελίξεων. Στο επίπεδο των προσώπων και για την αξία της συνεισφοράς τους στο χωριό κατά την περίοδο τούτη, θα πρέπει να αναφερθούν: Α) ο ιερέας και γραμματοδιδάσκαλος Παπά-Γιώργης Μώκος, από τη Σέλλιανη της Παραμυθιάς, που συνέδεσε το όνομά του με τη μάθηση των γραμμάτων στους χωριανούς σε εποχές απόλυτης αγραμματοσύνης. Β) Ο πρώτος δάσκαλος του χωριού, ο Μήτσιο-Δάσκαλος (Δημήτριος Χρήστου), ο οποίος εκτός του εκπαιδευτικού του έργου, αποτέλεσε και τον πρώτο ουσιαστικά πνευματικό πυρήνα στη Σεβαστίτικη τοπική κοινωνία, κι όχι μόνο. Γ) Ο Σεβαστίτης δάσκαλος Κωνσταντίνος Κατσούλης, που εκτελέστηκε με τους “49” στην Παραμυθιά, όπου διέμενε, δεμένος με τη Σεβαστίτικη κοινωνία και ιδιαίτερα αγαπητός της ως πνευματικός άνθρωπος. Όλοι ετούτοι συντελέσανε στην καλλιέργεια των Σεβαστιτών, ρίχνοντας τον πρώτο σπόρο αξιών και αρχών.
Η Γερμανοϊταλική κατοχή βρίσκει το χωριό με θωρακισμένη κοινωνία, στηριζόμενη στη δύναμη της ομάδας που εκφράζεται ενιαία για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης και των κινδύνων της . Οι χωριανοί, σχεδόν στο σύνολό τους, συνεργάζονται απόλυτα και αρμονικά. Σε τούτο συνέβαλε καταλυτικά και η προσωπικότητα του ΝΙΚΟ-ΘΑΝΟΥ, από τη Σενίτσα Μαργαριτίου, κατά ευτυχή συγκυρία δασκάλου του χωριού κατ’ εκείνη την περίοδο, ενσωματωμένου στην ντόπια κοινότητα, αφού ήταν γαμπρός στο Σεβαστό. Εμφορούμενος από προοδευτικές ιδέες και αρχές περί κοινωνικής ισότητας, δικαιοσύνης, ομαδικότητας (για τις οποίες μάλιστα, αργότερα, βρέθηκε πολιτικός εξόριστος στην Πολωνία, όπου και άφησε τη ζωή του χωρίς να προλάβει να επιστρέψει), μετέδωσε με πάθος τις ιδέες του στους συγχωριανούς, δίνοντας και πρώτος το παράδειγμα σε πρακτικό πεδίο. Με αυτά, ο πόλεμος και η κατοχή βρίσκει το χωριό “δεμάτι”, με φωτισμένη και προοδευτική καθοδήγηση, αποτελούμενη και από απλούς ανθρώπους. Αναφέρω εν προκειμένω, τον Πάνο-Γκοροβέλη, που ως Πρόεδρος του χωριού τότε, στάθηκε ανδρειωμένα στο πλευρό των κατοίκων. Η καθοδήγηση τούτη, ήταν η βάση της ενότητας του χωριού, που πορεύτηκε σε όλη την κατοχική και μετακατοχική περίοδο, για να εξέλθει από τον εμφύλιο με τις λιγότερες απώλειες. Από απόψεως αξιών, ιδεών, ομαδικότητας και συνεργατικότητας, η όλη αυτή περίοδος είναι, ίσως, η καλύτερη που πέρασε η Σεβαστίτικη Κοινότητα. Όλοι -σχεδόν- οι κάτοικοι, συμμετέχουν στις προοδευτικές οργανώσεις της εποχής, ως ΕΑΜίτες, ΕΠΟΝίτες, κι Αετόπουλα. Μέσα στο χωριό υπάρχει σύμπνοια και αγάπη, με καθημερινή κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα (ομιλίες, θέατρο, τραγούδι), δραστηριότητα που επωμίζεται κυρίως η μαθητιώσα νεολαία του χωριού (Βαγγέλης Νίκας, Θ. Ντούκας, Χ. Αθανασίου, Αδελφοί Χρήστου και τόσοι άλλοι). Μία μικρή, μόνο, πλευρά της περιόδου αυτής αποτυπώνει ο γνωστός διηγηματογράφος της αντίστασης Τάκης Αδάμος, στο σχετικό διήγημά του για το Σεβαστό, δημοσιευμένο ποικιλοτρόπως.

 

Xorio sevasto
Η πιο πάνω εμπειρία σηματοδότησε εν πολλοίς την μετέπειτα πορεία και εξέλιξη της κοινωνικής ζωής των κατοίκων και την ατομική στόχευσή τους. Μπαίνουμε πλέον στην μεταπολεμική εποχή, έχοντας εξέλθει από την κρίσιμη περίοδο με τις λιγότερες συνέπειες. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η διανομή των κλήρων, που ξεκίνησε από το 1930 περίπου, στο εξής δε και με ξεκαθαρισμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς γης, οι κάτοικοι αφοσιώνονται στον αγώνα της βιοπάλης, της καθημερινότητας, με διάθεση προκοπής. Ωστόσο είναι μικρός ο κλήρος και η τοπική κοινωνία διαβλέπει την αναγκαιότητα άλλων ενασχολήσεων, περισσότερο πνευματικών και αποδοτικών. Έτσι στα χρόνια αυτά και τα κατοπινά, παρουσιάζεται στο χωριό μια απίστευτης έκτασης τάση των κατοίκων, να σπουδάζουν σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, κυρίως της πανεπιστημιακής. Κι έτσι σε όλα αυτά τα χρόνια έχουμε τεράστια παραγωγή Σεβαστιτών Επιστημόνων, κάθε είδους, διάσπαρτη στη χώρα, κάτι που συνεχίζεται ως τα σήμερα κι είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του χωριού στοιχεία.
Αλλά και όσοι δεν σπούδασαν, διακρίθηκαν στο επιχειρηματικό πεδίο, ενώ μεγάλη μερίδα της νεολαίας που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη δεκαετία του ’60 – κυρίως στη Γερμανία -, πορεύτηκε προκομμένα και δημιουργικά. Για τους λόγους αυτούς, στο χωριό παρατηρείται στα χρόνια τα τελευταία, από το 1960 κι ύστερα κυρίως, σημαντική άνοδος σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς να παραβλέπω τη σημασία της οικονομικής άνθησης, εκ της οποίας αλλάζει η ζωή των Σεβαστιτών αλλά και όλη η όψη του χωριού, επιμένω στην πνευματική άνθηση, την πνευματική καλλιέργεια και τη μόρφωση των ανθρώπων του χωριού, ανεξάρτητα από τον τόπο που ζούνε σήμερα, που νοερά μετέχουν της Σεβαστίτικης κοινωνίας. Από τα στενά πλαίσια μιας μικρής κοινότητας, ενός μικρού χωριού στην εσχατιά της Επαρχίας, δημιουργείται έτσι μια μεγάλη Κοινωνία Ανθρώπων, στην οποία μετέχουν οι απανταχού ευρισκόμενοι Σεβαστίτες.
ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στη μεγάλη τούτη Κοινωνία Σεβαστιτών, μέτοχοι γινόμαστε εμείς που ζούμε στο χωριό, εμείς που ζήσαμε στο χωριό, αλλά και τα παιδιά μας που δεν ζουν αλλά γνωρίζουν το χωριό ως τόπο των γονιών και δικό τους.
Το Σεβαστό όλων μας είναι διαφορετικό από αυτό ενός περαστικού. Κανένας διερχόμενος δεν θα κοντοσταθεί στο χωριό και καθώς δεν υπάρχει κάποιο αξιοθέατο, ελκυστικό, φανταχτερό για να χαζέψει, πολύ εύκολα θα το προσπεράσει αδιάφορα. Έτσι, ούτε το κείμενο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί τουριστική πρόσκληση, όπως δεν αποτελεί και ιστορικό γράφημα κι ούτε έχει γραφεί με τους όρους αυτούς.
Το κείμενο τούτο είναι η αρχή ενός διαλόγου, μιας συζήτησης και κυρίως μιας συζήτησης με τους νεωτέρους, με τα παιδιά μου τα ίδια. Κι αν μπορώ να καταθέσω μια γνώμη, μια ιστόρηση, μια περιγραφή, ξεκινώ με τούτο το κείμενο, συμπληρώνοντας με σκόρπιες σκέψεις τον επίλογό του, που ταυτόχρονα είναι και αρχή.
Τα Σεβαστό το δικό μου πέρα απ’ όσα ως τώρα εξιστόρησα, το βρίσκω στα δικά μου ακούσματα, βιώματα, κι εικόνες. Εκεί στο μικρό σπιτάκι εξ ενός δωματίου, που μέναμε “στρωματσάδα” όλη η φαμίλια (ο μικρότερος εγώ), με αυλόγυρο όλο γκουραμιά, με μουριές για ίσκιο το καλοκαίρι, με τη μάνα μας να τα κάνει όλα μεγάλα, ευρύχωρα και θαυμαστά. Εκεί που μαζευόμαστε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, στο Χασομέρι, στ’ Αλώνια, στα Πηγάδια. Που παίζαμε με ξένοιαστες φωνές, με χαρές, με μαλώματα, που μοιράζαμε την πείνα μας με ένα κομμάτι ψωμί-ζάχαρη, με μαγικά θείο τρόπο κομμένο-μοιρασμένο από τις θεϊκές μανάδες μας. Που δεν μαζευόμαστε σπίτι, παρά μόνο με τη φοβέρα του “Πήλιο-Βάννα”, η παρουσία του οποίου μας σκόρπιζε στους πέντε ανέμους.
Στους δειλούς βηματισμούς μας στα πρώτα Νηπιακά μας γράμματα, που μας τάμαθε η δασκάλα μας η “κυρία Ντίνα”, στο σπίτι του Γιάνν΄Γληγόρη, το καλύτερο σπίτι του χωριού, με ανώγια, κατώγια, αποθήκες, φούρνους, αλώνι και με το ψαρί το άλογο το δουλευτάρικο. Στο Δημοτικό σχολείο στη συνέχεια, πρωί και απόγευμα μάθημα, με το υπαίθριο συσσίτιο αρχικά, με τους εκπαιδευτικούς του κήπους, με το “ξυλοφόρτωμα παίδευσης” και την πρώτη γνωριμία μας με τη λογοτεχνία από τα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης του.
sevasto kids
Στο Γυμνάσιο αργότερα, που φτάσαμε να φοιτούμε ως και σαράντα μαθητές, μεταβαίνοντας καθημερινά με τα πόδια – το μεγαλύτερο διάστημα -, από το Σεβαστό στην Παραμυθιά και επιστροφή, συνολική απόσταση κοντά τα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Με τα νεανικά μας σκιρτήματα, με τις αγωνίες της εφηβείας μας και με τους οραματισμούς μας.
Στη ζωή της εκκλησίας του χωριού, στα χρόνια της ιερατίας του Παπά-Θανάση, που μας βάπτισε, μας ευχήθηκε, μας έκανε “βλάμηδες” και “μότριμες”. Που ήταν παπάς του χωριού για πολλά-πολλά χρόνια πριν και από την κατοχή. Στου Παπά-Νικόλα τα χρόνια μετά, καθώς και τη μία (κι όχι ολόκληρη) χρονιά της ιερατίας του “Πάτερ-Αμβρόσιου”, σημαντικού πνευματικού ιερέα σταλέντος από Αθήνα στα μέσα του 1967 στην ενορία μας, κι ο οποίος μέσα σε ένα έτος παραμονής του άφησε τη σφραγίδα του, δείχνοντας το πνευματικό του ανάστημα, με λόγια κι έργα.
Στα Χριστούγεννα των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων, με τους θεατρικούς μας διαλόγους, τα Κάλαντα των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, τα καλύτερα ( από το συνηθισμένο ) φαγητά στα σπίτια μας, τη ξεγνοιασιά των μαθητικών διακοπών, τα κρυφά τραπουλοπαίχνιδα με πενταροδεκάρες και λεπτόκαρα, με το Αη-βασιλιάτικο ξενύχτι στα τζάκια των φτωχόσπιτών μας και στο “κουμάρι” των μεγαλύτερων στο καφενείο του Ηλία Χρήστου και των μικρότερων στο “Καλατζίδικο” του Τόλη.
Στις απόκριες που γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια, με μασκαράδες κάθε ηλικίας (μανία τόχαν οι μεγάλοι να φοβίζουν τους μικρούς), με γαλατόπιτες, τυρόπιτες και ριζόπιτες σ’ όλα τα σπίτια, με θεόρατες φωτιές στο Χασομέρι, όπου μαζεύονταν όλο το χωριό, να γιορτάσει με χορούς και τραγούδια από κοριστίστικες και γυναικείες φωνές ειπωμένα, όλοι γύρω από τη φωτιά, με φλογισμένες ματιές ερωτικές ανάμεσα στους νέους και τις νέες, περιμένοντας πάντοτε την άφιξη των καρναβαλιστών για να κορυφωθεί το γλέντι. Σ’ αυτούς πάντοτε ο Αλέξη-Παππάς να παριστάνει το κουνέλι, χοροπηδώντας από δω και από κει, δεμένος και χωμένος ολόκληρος μέσα σε μια “ζιάκα”, κι όλοι να σκάνε στα γέλια με τα καμώματά του.
Στη μεγάλη και μακρά σαρακοστή, με την εξαντλητική νηστεία (αναγκαστική εν πολλοίς), με ενδιάμεσες χαρωπές εκδηλώσεις την παραμονή του Ευαγγελισμού, που όλα τα παιδιά βγαίναμε κρατώντας και κτυπώντας κουδούνια σε προϋπάντηση της Ανοιξης με τραγούδια για εξορκισμό του κακού, κι ανήμερα του Ευαγγελισμού, το βράδυ, με αναμμένες χειροποίητες συσκευές – λαστιχιένιες – για λαμπαδηφορίες.

 

 

 

Στις λαμπρές μέρες του Πάσχα, της Λαμπρής, που ξεκινούσαν από το Σάββατο του Λαζάρου, με τα Λαζαρούδια, όλα τα παιδιά κατά ομάδες κρατώντας ένα καλάθι να βάλουν το μπαξίσι από αυγά, να περιφέρονται όλο το χωριό – και πολλές φορές και γειτονικά χωριά – αναγγέλλοντας τα συμβάντα των θείων ημερών. Τα βραδινά, μυσταγωγικά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος, στην πιο ταπεινή εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, που στην παιδική μας καρδιά φάνταζε όμοια με την Αγία-Σοφιά, από απλούς ψαλτάδες ειπωμένα, που ακούονταν στ’ αυτιά μας μεγαλείο. Τα δώδεκα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης και τη μεγάλη μέρα της Χαρμολύπης, το ΜεγαλοΠαράσκευο, που τσακωνόμασταν ποιος να πρωτοκτυπήσει λυπητερά την καμπάνα, όλη μέρα, χωρίς να φάμε τίποτα, στολίζοντας τον Επιτάφιο, ως το βράδυ, όταν όλο το χωριό εκκλησιάζονταν, ν’ ακούσει τα εγκώμια. Δίπλα στους κορυφαίους Γκοροβέλη, Κίτσιο-Φώτη, Νάσιο-Κάλλο και Ζωη-Παππά, οι δικές μας φωνές και των ευκαιριακών ψαλτάδων, έφταναν ως τον ουρανό, και αιωρούνταν και τα σώματά μας από αγαλλίαση. Και στη μέρα της Ανάστασης, τελούμενη πολύ πρωί της Κυριακής η Ακολουθία, κι αργότερα το βράδυ του Σαββάτου στις 12 τα μεσάνυχτα. Με το Χριστός Ανέστη όλων των χωριανών, με τα αναστάσιμα τροπάρια γνωστά απ’ όλους, εν χορώ, με τις σακούλες των σπιτιών γεμάτες αυγά και κουλούρια μπροστά στα εικονίσματα να ευλογηθούν στο τέλος της λειτουργίας από τον Παπά-Θανάση. Με τις λιποθυμίες κάποιων αδύναμων γυναικών στη διάρκεια της λειτουργίας από τον μακρύ δρόμο της νηστείας (“την έπιασε η εκκλησιά” λέγαν οι παλιοί). Με τα ψητά και τα γαλακτερά στο πασχαλιάτικο τραπέζι, ανακωχή με τη φτώχεια, το Πάσχα μας που το συνεχίζαμε για μέρες στα εξωκκλήσια του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Αρσενίου, κουβαλώντας πάντοτε ένα αυγό στην τσέπη μας. Άλλος από κότα, άλλος από χήνα, άλλος από τη φωλιά του “Μπιρμπίλη” στην Κιουτέζα, από πέρδικα, άλλος ψεύτικο ( ξύλινο ), αρκεί να ‘βγαινε νικητής στο σπάσιμο. Τέτοια πράγματα, Παπαδιαμαντικά.
 
Στο πανηγύρι του Αγίου Αρσενίου, εν μέσω Ανοίξεως, σε εξοχή και σε πλουμιστή φύση, με τη φιγούρα του – ακουστά μου έχω – φουστανελοφόρου λαϊκού χορευτή Φώτο-Λιάντη, που ο καημός του ήταν οι δασκάλες (“να ‘χα μια δασκάλα”, ήταν ένα από τα λόγια του). Κι αργότερα στον Άγιο Κωνσταντίνο, με το γλυκό κλαρίνο των Χαλκιάδων και τον Παύλο-Μπούκαλη, με τις πραμάτιες του Κυρ-Αντώνη κι όλων των γυναικών που τις λέγαμε “Σταύρενες”, με ποτά και αναψυκτικά σε βαρέλι με πάγους.
 
Στα ατέλειωτα Καλοκαίρια μας, στο ποτάμι, μπροστά στον Μύλο τον παλιό των Ευαγγελέων και του παππού-Δημήτρη, όπου οι μανάδες μας πλέναν και κοπάνιζαν τα ρούχα και μαζί πλέναν και τα κορμιά μας με αλισίβα, κι άλλοτε στη “Βίρα του Πανο-Τσιάβου” για τα μπάνια μας, μαζί με τους μεγαλύτερους μας που ψάρευαν χέλια και ψάρια με το “τσουλπί”. Κοντά στα θερίσματα των γονιών μας στον κάμπο και στα αλωνίσματα στα “ΑΛΩΝΙΑ” με τα άλογα και τις θημωνιές, κι αργότερα με την αλωνιστική του Γαλάνη και το θερίο Τρακτέρ, το Λάντζια, του Γκέρκη. Με τα “ρέθια” μας που δεν λογαριάζαμε αποστάσεις και ηλιόκαμα, σαν τα “καβαλάγαμε”. Που παίρναμε μαθήματα από τα μεγαλύτερα παιδιά, πώς στήνονται οι παγίδες. Που πειράζαμε τον μπάρμπα Λιώλη φωνάζοντας από μακριά “Τρί, Τρί” για να μας κυνηγήσει με πετροβολητά. Που μπαίναμε στα μποστάνια να κρυφοκόψουμε πεπόνια και καρπούζια, στα κτήματα να φάμε μπούνες, σύκα και κάθε λογής απ’ τα φυλαγμένα. Που όταν μας τύχαινε καμιά δεκάρα, φροντίζαμε να την εξαργυρώνουμε με καμιά δροσερή γκαζόζα στο μαγαζί της Πανάγιως στ’ Αλώνια, δίπλα στο Πηγάδι, με το κρύο νερό, απ’ όπου έπαιρνε όλο το χωριό.
all together sevasto
Στους γάμους επίσης, που κρατούσαν σχεδόν μια βδομάδα, με τις νυφάδες καρφωμένες μπροστά στην κασέλα με τα προικιά, τους γαμπρούς σοβαρούς κι επίσημους, κι όξω στην αυλή γεμάτη κόσμο να διασκεδάζουν με τη ζυγιά του Μπούκαλη, εμείς οι “βόγκλιοι” να ανυπομονούμε να βράσουν τα καζάνια και να σερβιριστεί το νόστιμο φαϊ του σπιτονοικοκύρη. Ο Βαγγελ-Νάσσης να παίζει στο κέντρο το βιολί του και, ανοίγοντας μια πιθαμή το στόμα του, να τραγουδάει “Τούντου, σκούντου μόι Λιοφάτε”, τόσο δυνατά που κι ο “Μήτσιο-Βούβης” ακόμα, εκεί στην άκρη με την πετσέτα στον ώμο του, τον ακούει και ευφραίνεται.
Στο μαγικό γραμμόφωνο του Βασίλ-Κάλλου, με το χωνί στο παραθύρι, γυρισμένο κατάλληλα προς το χωριό να ακούνε όλοι, προς το σπίτι του Δημήτρη-Λέκκα που διαβάζει την εφημερίδα του την “Αυγή”. Στο μεγάλο Ραδιόφωνο του Μήτσιο-Δάσκαλου, κι ύστερα στα τραντζίστορς που ‘ρθαν από τη Γερμανία, όπου απ’ το πρωί αχολογούσαν συντονισμένα, εκεί στα πλυσταριά και τα νοικοκυριά των κοριτσιών, στη διαπασών για τη “ΛΑΟΥΡΑ” και το “ΜΕΙΝΕ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ”, τις μεγάλων συγκινήσεων και πολλών δακρύων εκπομπές τους. Στο πικάπ των Ευαγγελέων που στο μεγάλο σπίτι τους χορεύουν και βαλς, σε μαζώξεις και γλέντια. Στο πικάπ του Γιαννούρη με δίσκους του Καζαντζίδη και του Αναγνωστάκη.
Στο καφενείο του Ηλία-Χρήστου, που ήταν η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Χειμώνες μας : συγκεντρώσεων, χοροεσπερίδων, κινηματογράφου (τι μαγεία είχε το πανί, ειδικά αν τύχαινε κι έφερνε ο Μπίνας Ξανθόπουλο), ιατρείου, ακόμη και Σχολείου όταν με το Λαντ-Ρόβερ έρχονταν η δεσποινίς Αγγλίδα που συγκέντρωνε τα κορίτσια – στο σχολείο γινόταν κυρίως – και τα μάθαινε γλυκά, παστερίωση και τέτοια πράγματα. Στο καφενείο της Πανάγιως του Σιώζου, τα καλοκαίρια μας και όλη τη χρονιά αργότερα, ένα τόσο μικρό καφενεδάκι, που μας έπαιρνε όλους, με δεσπόζουσα μορφή του Παπά-Θόδωρου, σπουδαίου ιερέα στα κατοπινά χρόνια, του “Παπά-Παντάκη” όπως τον αποκαλούσαμε, από τη Τσουρίλα, που ήταν πάντα παρών στο καφενείο, όπως σημαντική ήταν η παρουσία του στην εκκλησιαστική ζωή του χωριού.
Να διακόψω τούτη τη γραφή εδώ, χωρίς να τελειώνω, πρέπει για την περίσταση να θυμηθώ τον μπάρμπα-Βασίλη μου, που με τον αδελφό του Μίχο, βρέθηκαν στα βάθη της Μικρασίας στην εκστρατεία. Με την αρχαία του μορφή (μορφή Αγίου), μεταξύ των άλλων που διηγούνταν από τις εκεί εμπειρίες του, είπε και τούτο: “Ντούετ μούντιε. Τον μαγαρισμένο, τον βρίσκει το βόλι όπου και να κρυφτεί. Εγώ, όσο ήμουν εκεί πέρα, το μυαλό μου το είχα στο χωριό, στους δικούς μου. 
Μου φαίνονταν το Σεβαστό το μεγαλύτερο και το καλύτερο του κόσμου“.
ΙΟΥΝΙΟΣ-ΙΟΥΛΙΟΣ 2009