H Παράδοση και η Ζωή μας

“Οι παραδόσεις του Σεβαστού είναι το αόρατο νήμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, διατηρώντας ζωντανή την ταυτότητα και την ψυχή του τόπου μας μέσα από τα χρόνια.”

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ - Αλέκος Νίκας

Πηγάδια είχαμε αρκετά στο χωριό μας, το Σεβαστό Παραμυθιάς, πιο πολλά απ’ όσα είχαν τα περισσότερα χωριά γύρω μας, όχι όμως τόσα που να καλύπτανε όλες τις ανάγκες του χωριού, κυρίως το καλοκαίρι.
Ευτυχώς που είχαμε κοντά μας τη λίμνη Ζάϊτσα και ξεδιψάγανε τα ζώα, που στέρευε όμως το καλοκαίρι, το ποτάμι Κωκκυτός που και αυτό στέγνωνε το καλοκαίρι και τη Χούβιανη με τους μύλους που είχε συνέχεια τρεχούμενο νερό.

 

Τα πηγάδια όμως ήταν στην κυριολεξία “πηγή ζωής” για το χωριό μας.
Τα περισσότερα πηγάδια ανοίξανε πριν το 1913 και μόνο λίγα γίνανε μετά.
Από αυτούς που ανοίξανε τα τελευταία πηγάδια, ξέρουμε κάποια πράγματα.
Πριν από λίγες ημέρες είχα σχετική συζήτηση με τον Κίτσο Γιανούρη, που πιστεύω πως αξίζει να μοιραστώ μαζί σας αυτά που έμαθα.
Το πηγάδι της Μπάμπω Σόφως, ο Κίτσο Γιανούρης άρχισε να το ανοίγει το 1925 σε ηλικία 13 ετών και το τελείωσε με το κτίσιμο της πέτρας μετά 3 περίπου χρόνια. Έφτασε σε βάθος 7 μέτρα και άνοιγμα περίπου 3 μέτρα. Τις πέτρες τις κουβάλησε ο ίδιος από την Ντράσα.
Το πηγάδι το ξεκίνησε μόνος του και αμέσως μετά, πολλοί χωριανοί πήγανε και τον βοήθησαν.
Ο κόσμος βοήθαγε, επειδή ήξερε ότι θα έπινε νερό.
Από αυτό το πηγάδι ξεδιψάγανε και από το πάνω Παγκράτι, που κατεβαίνανε ακόμη και τη νύκτα που τελειώνανε με τις άλλες δουλειές, για να πάρουν νερό από τα πηγάδια μας.
Σκάβανε μόνο τον καλό καιρό, δηλαδή κοντά στο καλοκαίρι, όταν το χώμα ήταν στεγνό και μπορούσαν πιο εύκολα να το βγάζουν.
Η τεχνική ήταν, μικρό άνοιγμα αρχικά και στη συνέχεια όταν το σκάψιμο ξεπερνούσε το ύψος του ανθρώπου, έμπαινε σε λειτουργία το ροδάνι. Αυτό χρησίμευε τόσο για να βγάζουν το χώμα από μέσα, όσο και να ανεβοκατεβάζουν τους ανθρώπους στο πηγάδι. Συνήθως ήταν δύο άνθρωποι έξω, κυρίως για το ανεβοκατέβασμα των εργατών.
Μετά το 1925 ανοίχτηκαν και άλλα πηγάδια, όπως του Κίτσο Γιάννη και του Γρηγορ’ Νάσιου που ανοίχτηκαν πριν το 1940, του Γιάνν’ Γρηγόρη που ανοίχτηκε το 1941 με 1942, του Κίτσο Φώτη, του Νικόλ’ Τάχια και των Ντουκαίων στον κάμπο που ανοίχτηκαν τη δεκαετία του ‘50 και του Τρύφο Λέκκα που ανοίχτηκε μετά το 1960.
 
Το πηγάδι του Νικολ’ Τάχια ανοίχτηκε σε χρόνο ρεκόρ μέσα σε 20 ημέρες τον Αύγουστο του 1958. Όπως με ενημέρωσε ο Κίτσο Τάχιας, σε αυτό το πηγάδι δουλεύανε πέντε άτομα της οικογένειας, από τα οποία τα δύο ήταν μέσα και σκάβανε και τα άλλα τρία ήταν στο ροδάνι. Φτάσανε σε βάθος 9 μέτρων και άνοιγμα περίπου 3,5 μέτρα, μέσα σε πέντε ημέρες και σε άλλες 15 ημέρες είχανε τελειώσει και με το κτίσιμο της πέτρας.
Πριν ανοιχτούν αυτά τα πηγάδια, στο χωριό για πόσιμο νερό υπήρχε το Πουσιμάδ, δηλαδή το μεγάλο πηγάδι, το κεντρικό, πού είχε βάθος πάνω από 10 μέτρα, το Πουσισίπριμι, δηλαδή το πηγάδι το επάνω, που είχε βάθος επίσης πάνω από 10 μέτρα και ανασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950 με εργολάβο τον Κίτσο Γιανούρη και εργάτες τον Νικόλα Ανδρέου τον Βαγγέλη Κάλλο και την Φροσύνη Φιλίππου.
Στο συγκεκριμένο πηγάδι και κατά την ανακατασκευή, πηγαίνανε τόσο στραβά τα πράγματα που σχεδόν κάθε βράδυ υποχωρούσε το χώμα και έπεφτε ο τοίχος με τις πέτρες. Πέρασε αρκετός καιρός για να τελειώσει, ήταν έργο της Νομαρχίας και ξεπέρασε το χρονοδιάγραμμα που έπρεπε να παραδοθεί το έργο στη χρήση της κοινότητας. Ο εργολάβος Κίτσο Γιανούρης κινδύνεψε να πάει φυλακή, αλλά τον βοήθησε ο μηχανικός Σάββας.
Υπήρχαν επίσης, το πηγάδι του Τσιάβο Αντριά, του Βασιλ΄ Κίτσου, το πηγάδι στη Μπρεκουσιά, όλα τους ανοιγμένα πριν το 1913.
 
Τα κοινοτικά πηγάδια, δηλαδή το μεγάλο πηγάδι, το πηγάδι το επάνω και το πηγάδι στη Μπρεκουσιά τα άνοιξαν οι Γκέγκηδες που ήταν αιχμάλωτοι και τους οποίους είχαν φέρει οι Αγάδες της περιοχής από την Τουρκία.
 
Το βάθος των πηγαδιών ήταν από 3 έως 7 μέτρα με εξαίρεση τα δύο που προανέφερα και είχαν βάθος πάνω από 10 μέτρα και της Μπρεκουσιάς που ξεπερνούσε τα 12 μέτρα και από το οποίο δεν βγάζανε νερό ούτε για να ποτίσουν τα ζώα, επειδή κάποιες φορές είχαν βρεθεί μέσα ψόφια ζώα.
 
Υπήρχαν και πηγάδια φαρδύτερα αλλά με μικρότερο βάθος, όπως του Βασιλ΄ Γιάννου
 
Τα πηγάδια ήταν σχεδόν όλα δίπλα από τα Αλώνια, εκτός από το πηγάδι το επάνω.
Το νερό ήταν πόσιμο από όλα τα πηγάδια, εκτός από αυτά που ήταν πέρα από τα Αλώνια δηλαδή του Τσιάβο Αντριά, του Γιάνν’ Γρηγόρη, του Τρυφο Λέκκα επειδή το νερό ήταν << βαρύ >> και της Μπρεκουσιάς για το λόγο που αναφέρω παραπάνω.
Κάποια από τα πηγάδια στερεύανε το καλοκαίρι και είχαν ξανά νερό τον Οκτώβριο που άρχιζαν τα πρωτοβρόχια.
Όταν στερεύανε τα πηγάδια οι χωριανοί μας πηγαίνανε στη Χούβιανη και κουβαλάγανε νερό για τις ανάγκες τους ( σπίτι, κήπους, ζώα ) φορτωμένοι οι ίδιοι, είτε το φορτώνανε στα ζώα τους.
 
Σήμερα υπάρχουν τα παρακάτω πηγάδια :
Το Πουσιμάδ, το Πουσισίπριμι, της Μπάμπω Σόφως, του Κίτσο Φώτη, του Γρηγορ’ Νάσιου, του Τρύφο Λέκκα και του Νικόλ’ Τάχια.
Το δίκτυο της Κεντρικής Ύδρευσης, έχει συντελέσει έτσι ώστε να μην γίνεται χρήση πόσιμου νερού σε κανένα από αυτά.
 
Ακόμη και σήμερα, όταν μιλάει κάποιος με αυτούς που συμμετείχαν στο άνοιγμα των πηγαδιών, αλλά και σε μικρότερους που κάνανε χρήση αυτών, βλέπει τη συγκίνηση που τους διακατέχει.
 
Καθήκον μας είναι η διατήρηση όλων των πηγαδιών και η ανάδειξη τουλάχιστον των δύο κοινοτικών πηγαδιών, δηλαδή το Μεγάλο Πηγάδι και το Επάνω Πηγάδι.